- ευρυτενής
- εὐρυτενής, -ές (Α)αυτός που εκτείνεται μακριά, που έχει μεγάλη έκταση.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ-* + -τενής (< τείνω), πρβλ. δια-τενής, ευθυ-τενής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐρυτενής — wide extended masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρυ- — (ΑΜ εὐρυ ) α συνθετικό λέξεων το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τις σημασίες: α) πλατύς, εκτεταμένος (πρβλ. εὐρυτενής, εὐρύτιμος) β) μεγάλος, πολύς (εὐρυγάστωρ, εὐρυδίνης, εὐρυμαθής) γ) βαθύς (εὐρυβέρεθρος) δ) ισχυρός (εὐρυσθενής). ΣΥΝΘ. (Α… … Dictionary of Greek